Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ρανούγκουλος

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

ο, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που περιλαμβάνει 300 περίπου είδη από τα οποία γνωστότερα αυτοφυή είδη στην Ελλάδα είναι τα βατράχια, τα βατραχοβότανα, οι αγριονεραγκούλες, οι σφουρδάκλες κ.ά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. ranunculus < λατ. ranunculus «είδος ποώδους φυτού» (< ranunculus, υποκορ. του rana «βάτραχος»)].