σαλασσομέδοισα
English (LSJ)
Laconian for *θαλασσομέδουσα, fem. of θαλασσομέδων, Alcm. 84.
Greek Monolingual
ἡ, Α
δωρ. προφ. του θαλασσομέδουσα.
German (Pape)
fem. dor. zu θαλασσομέδων, Alcman bei Hephaest. p. 81.
Laconian for *θαλασσομέδουσα, fem. of θαλασσομέδων, Alcm. 84.
ἡ, Α
δωρ. προφ. του θαλασσομέδουσα.
fem. dor. zu θαλασσομέδων, Alcman bei Hephaest. p. 81.