σμοκορδοῦν

English (LSJ)

τὸ σχηματίζεσθαι τὰς γυναῖκας, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

σμοκορδοῦν: σπλεκοῦν· «τὸ σχηματίζεσθαι τὰς γυναῖκας» Ἡσύχ.