σογκῶδες, like the plant σόγκος, Thphr. HP 6.4.5.
[Seite 912] ες, von der Art der Pflanze σόγκος, ihr ähnlich, Diosc.
σογκώδης: -ες, (εἶδος) ὄνομα τοῦ φυτοῦ σόγκος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 4, 5.