σπορευτής

English (LSJ)

σπορευτοῦ, ὁ, = σπορεύς (sower, father, begetter), Hsch.

German (Pape)

[Seite 924] ὁ, = Vorigem, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σπορευτής: -οῦ, ὁ, = σπορεύς, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

ὁ, Α σπορεύω
ο σπορέας.