στερνίδιον
English (LSJ)
τό,= προστερνίδιον, Iamb. post Polem. p.50 Hinck (pl.).
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
στερνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στέρνον, Γλωσσ. ΙΙ. = προστερνίδιον, ἀμφ. παρὰ Walz ἐν Ρήτορσι 1. 531.
τό,= προστερνίδιον, Iamb. post Polem. p.50 Hinck (pl.).
στερνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στέρνον, Γλωσσ. ΙΙ. = προστερνίδιον, ἀμφ. παρὰ Walz ἐν Ρήτορσι 1. 531.