στερνίδιον

English (LSJ)

τό,= προστερνίδιον, Iamb. post Polem. p.50 Hinck (pl.).

German (Pape)

[Seite 937] τό, dim. von στέρνον, Brüstchen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στερνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στέρνον, Γλωσσ. ΙΙ. = προστερνίδιον, ἀμφ. παρὰ Walz ἐν Ρήτορσι 1. 531.