συγκατατρέχω
English (LSJ)
to be in motion together with, ἀλλήλοις Leucipp. ap. D.L.9.31.
German (Pape)
[Seite 966] (s. τρέχω), zusammenlaufen, Leucipp. bei D. L. 9, 31.
Russian (Dvoretsky)
συγκατατρέχω: сбегаться вместе, встречаться Leucippus ap. Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
συγκατατρέχω: τρέχω ὁμοῦ πρὸς τὸ αὐτὸ μέρος, συμπίπτω, συνενοῦμαι, ἄλληλα Λεύκιππος παρὰ Διογ. Λ. 9. 31.
Greek Monolingual
Α
τρέχω από κοινού προς το ίδιο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + κατατρέχω «τρέχω προς τα κάτω»].