συγκλέπτης

English (LSJ)

συγκλέπτου, ὁ, fellow-thief, Poll.6.158.

German (Pape)

[Seite 968] ὁ, Mitdieb.

Greek (Liddell-Scott)

συγκλέπτης: -ου, ὁ συγκλέπτων, σύντροφος κλέπτου, Πολυδ. Ϛ΄, 158. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 435.

Greek Monolingual

ὁ, Α κλέπτης
συνεργός σε κλοπή, σύντροφος κλέφτη.