συνδιανέμω
From LSJ
English (LSJ)
distribute together with, ἑαυτοὺς.. τοῖς καλοῖς Lib.Decl.45.27:—Pass., c. dat., Plu.2.1024c, 1082b, cf. Gal.2.391. -νεύω, slew or turn together, of war-engines, Plb.1.23.10: c. dat. instr., τῷ προσώπῳ Plu. 2.63b: metaph., σ. τῇ διανοίᾳ ἐπί τι Plb.3.38.5.
German (Pape)
[Seite 1007] (s. νέμω), mit od. zugleich austeilen, verteilen, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
distribuer ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, διανέμω.
Greek Monolingual
Α
διανέμω κάτι από κοινού ή ταυτόχρονα με άλλον.
Russian (Dvoretsky)
συνδιανέμω: вместе распределять: τῷ χρόνῳ συνδιανέμεσθαι Plut. распределяться во времени.