συντατέον

English (LSJ)

(συντείνω) one must strive earnestly, Pl.Ep.340c.

Greek (Liddell-Scott)

συντᾰτέον: ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ συντείνω, δεῖ συντείνειν, πρέπει τις νὰ βάλλῃ τὰ δυνατά του, Πλάτ. Ἐπιστ. 340C.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντᾰτέον [συντείνω] adj. verb. van συντείνω men moet zich inspannen. Plat. Epist. 340c.