τέρτα

English (LSJ)

ἡ τρίτη, Hsch., cf. Choerob. in An.Ox.2.275, EM665.41. (Prob. Aeol.; cf. Τέρτιος Aeol. pr. n. IG12(2).275.1, = Arc. Τρίτιος, and Τέρτυλλος Act.Ap.24.1, etc., = Arc. Τρίτυλλος.)