ταρρός

English (LSJ)

ταρρόω, ταρρώδης, τάρρωμα, v. ταρσός. ταρσῆται, cheese-crates, Hsch. ταρσιά, ἡ, v. τρασιά.

French (Bailly abrégé)

néo-att. p. ταρσός.

Greek (Liddell-Scott)

ταρρός: -ρόω, -ρώδης, -ρωμα, νεώτ. Ἀττ. ἀντὶ ταρσ-.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(αττ. τ.) βλ. ταρσός.

German (Pape)

ὁ, att. statt ταρσός.