τεσσαρακόσιοι

English (LSJ)

αι, α, late form of τετρακόσιοι, Str.6.2.1.

Greek (Liddell-Scott)

τεσσαρακόσιοι: -αι, -α, μεταγεν. τύπος τοῦ τετρακόσιοι.

Greek Monolingual

-αι, -α, Α
(μτγν. τ.) βλ. τετρακόσιοι.

German (Pape)

τεσσαρακόσιοι, falsche Form für τετρακόσιοι, s. Buttmann ausf. gr. Gramm. II.412.