τζαμλίκι

Greek Monolingual

και τζαμιλίκι το, Ν
το υαλοστάσιο, το πλαίσιο στο οποίο είναι τοποθετημένοι οι υαλοπίνακες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. čamlik].