τρίκρανο

From LSJ

μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them

Source

Greek Monolingual

το, Ν
το γεωργικό εργαλείο τρικράνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του αρχ. επιθ. τρίκρανος.