τριακοντοέτης
English (LSJ)
only in contr. form, v. τριακονταέτης.
Greek Monolingual
-ες, Α
βλ. τριακονταετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -έτης (< ἔτος)].
only in contr. form, v. τριακονταέτης.
-ες, Α
βλ. τριακονταετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τριάκοντα + -έτης (< ἔτος)].