φάτο

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. impf. Moy. épq. de φημί.

Greek Monotonic

φάτο: Επικ. αντί ἔφᾰτο, γʹ ενικ. Μέσ. αορ. βʹ του φημί.

Russian (Dvoretsky)

φάτο: эп. (= ἔφατο) 3 л. impf. med. к φημί.