φίντατος

English (LSJ)

Dor. for φίλτατος, Epich.56.

Greek (Liddell-Scott)

φίντατος: Δωρικ. ἀντὶ φίλτατος, Ἐπίχαρμ. 31 Ahr., πρβλ. τοῦ αὐτοῦ D. Dor. σ. 110.

Greek Monolingual

-άτη, -ον, Α
(δωρ. τ.) βλ. φίλτατος.

German (Pape)

dor. statt φίλτατος, Epicharm. bei Ath. VII.325.