enclit. φαμεν;v. φημί.
φαμέν: εγκλιτ.I. αʹ πληθ. ενεστ. του φημί. II. φάμεν, Επικ. αντί ἔφᾰμεν, αʹ πληθ. αόρ. βʹ.
φᾰμέν: 1 л. pl. praes. к φημί.