φθειρίαση

Greek Monolingual

η / φθειρίασις, -άσεως, ΝΜΑ φθειριῶ
ιατρ. το σύνολο τών παθολογικών δερματικών εκδηλώσεων που προκαλούνται στο σώμα ή στο τριχωτό της κεφαλής από τις ψείρες.