φρήταρχος

English (LSJ)

ὁ, = φρατρίαρχος, ib. 759 (ibid.).

German (Pape)

[Seite 1306] ὁ, zw. L. statt φρήτραρχος.

Greek (Liddell-Scott)

φρήταρχος: ὁ, = φρατρίαρχος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5785, ἔνθα καὶ φρητρία καὶ φητρία κεῖνται ἀντὶ φρατρία.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. φρατρίαρχος.