η, Νη ενέργεια του φωτογραφώ, η λήψη φωτογραφίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. φωτογράφησις, μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].