φωτογράφηση

Greek Monolingual

η, Ν
η ενέργεια του φωτογραφώ, η λήψη φωτογραφίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. φωτογράφησις, μαρτυρείται από το 1840 στον Ξ. Λάνδερερ].