χαιρεκακέω
English (LSJ)
= ἐπιχαιρεκακέω, Ph.1.314.
German (Pape)
[Seite 1324] Schadenfreude haben, gew. ἐπιχαιρεκακέω, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
χαιρεκᾰκέω: ἐπιχαιρεκακέω. Φίλων 3. 44.
= ἐπιχαιρεκακέω, Ph.1.314.
[Seite 1324] Schadenfreude haben, gew. ἐπιχαιρεκακέω, Philo.
χαιρεκᾰκέω: ἐπιχαιρεκακέω. Φίλων 3. 44.