χελληστύς

English (LSJ)

ύος, ἡ, = χιλιαστύς, at Methymna, IG12(2).498, al.

Greek (Liddell-Scott)

χελληστύς: -ύος, ἡ, Αἰολικ. ἀντὶ χιλιοστύς, διαίρεσίς τις πολιτῶν, ὅθεν χελληστυαρχέω, Συλλ. Ἐπιγραφ. (Προσθῆκαι) 2168b.

Greek Monolingual

-ύος, ἡ, Α
βλ. χιλιοστύς.