ψηφοποιός
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
English (LSJ)
ψηφοποιόν, (ψῆφος ΙΙ.5) making votes or tampering with them, κλέπτης γὰρ αὐτοῦ ψηφοποιὸς εὑρέθης S.Aj.1135.
German (Pape)
[Seite 1398] 1) Steinchen, Würfel zum Spielen od. zur Mosaikarbeit machend. – 2) Stimmen machend, erkaufend, κλέπτης αὐτοῦ ψηφοποιὸς εὑρέθης, du wurdest als Einer erfunden, der ihm die Stimmen stahl, die er sonst bekommen haben würde, Soph. Ai. 1135.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui fabrique ou arrange les suffrages pour voter.
Étymologie: ψῆφος, ποιέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψηφοποιός -οῦ, ὁ [ψῆφος, ποιέω] vervalser van stemmen.
Russian (Dvoretsky)
ψηφοποιός: подделывающий камешки участников голосования, мошенничающий с голосами (κλέπτης ψ. Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
ψηφοποιός: -όν, (ψῆφος ΙΙ. 4) ὁ ποιῶν ψήφους· δηλ. παρασκευάζων ψήφους μεταξὺ τῶν ἀρχηγῶν, κλέπτης γὰρ αὐτοῦ ψηφοποιὸς εὑρέθης Σοφ. Αἴ. 1135, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που κατασκευάζει ή αγοράζει ψήφους («κλέπτης γὰρ αὐτοῦ ψηφοποιὸς εὑρέθης», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψῆφος + -ποιός].
Greek Monotonic
ψηφοποιός: -όν (ψῆφος II, ποιέω), αυτός που κατασκευάζει ψηφίδες, εκλογομάγειρας, σε Σοφ.
Middle Liddell
ψηφο-ποιός, όν ψῆφος II, ποιέω
making votes or tampering with them, Soph.