ἀδαμάντιος

Greek (Liddell-Scott)

ἀδαμάντιος: ὁ, = τῷ προηγ., ὡς ἐπώνυμον τοῦ Ὠριγένους, Εὐσέβ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 14, 10.