ἀδιαλώβητος
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιαλώβητος: -ον, ὁ μὴ ψεγόμενος, Κύριλλ. κατὰ Νεστ. 2. 4, Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-ον
no estropeado, no dañado Cyr.Al.M.70.137A, Nest.2.4 (p.40), Hsch.
German (Pape)
unversehrt, Sp.
ἀδιαλώβητος: -ον, ὁ μὴ ψεγόμενος, Κύριλλ. κατὰ Νεστ. 2. 4, Ἡσύχ.
-ον
no estropeado, no dañado Cyr.Al.M.70.137A, Nest.2.4 (p.40), Hsch.
unversehrt, Sp.