ἀδωροδόκητος
English (LSJ)
ἀδωροδόκητον, incorruptible, Aeschin.3.82, etc. Adv. ἀδωροδοκήτως = without being corrupted D.18.250, 19.4, IG2.114A5, Onos.1.8, D.S.39.20.
Spanish (DGE)
-ον
I 1insobornable, incorruptible δοκῶν ... ἀ. εἶναι ... πρὸς τὴν πολιτείαν Arist.Ath.25, δίκαιος καὶ χρηστὸς καὶ ἀ. Din.3.7, cf. D.19.27, Aeschin.3.82, Aristeas 209, Aristid.Or.50.82, ἀ. καὶ ἀνέγκλητος διατελεῖ ὤν ILabr.43.5 (III a.C.), cf. SEG 26.677.28 (Larisa II a.C.), IMylasa 101.44 (heleníst.), ἄρχοντες Anon.Paneg.Iul.Imp.9.19, Chrys.M.51.308
•subst. τὸ ἀδωροδόκητον = incorruptibilidad Plu.2.543d, τὸ καθαρὸν ἐν ταῖς δίκαις καὶ ἀδωροδόκητον Men.Rh.416.
2 privado de regalos ταῦτα ... ἡ θεία φύσις ... ἐδωρήσατο πᾶσιν ... ζῴοις, ἵνα μηδὲν ἀδωροδόκητον καταλείπῃ Cyran.4.78.7.
II adv. ἀδωροδοκήτως = sin dejarse sobornar, con honestidad δικαίως καὶ ἀδωροδοκήτως πάντα πεπρᾶχθαι D.18.250, D.S.38/8.20, IG 22.223A.5 (IV a.C.), ID 1507.18 (II a.C.), SEG 8.527.9 (Egipto I d.C.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne se laisse pas corrompre par des présents.
Étymologie: ἀ, δωροδοκέω.
German (Pape)
unbestechlich, Din. 3.7, und andere Redner; Cic. Att. 5.20.
• Adv., Dem. 19.4.
Russian (Dvoretsky)
ἀδωροδόκητος: не принимающий даров, бескорыстный, неподкупный Aeschin., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδωροδόκητος: -ον, = ἀδωροδόκος, Αἰσχίν. 65. 21 κτλ: Ἐπίρρ. -τως, Δημ. 310. 22, 342. 18.
Greek Monotonic
ἀδωροδόκητος: -ον = ἀδωροδόκος, σε Αισχίν.· επίρρ. -τως, σε Δημ.