ἀλεμάτως, Dor for ἠλέματος: idle, vain.
v. ἠλέματος.
[Seite 92] dor. für ἠλέματος, Synes., vgl. Caliim. Cer. 91.
dor. c. ἠλέματος.
ἀλέματος: дор. = ἠλέματος.
ἀλέματος: ἀλεμάτως, Δωρ. ἀντὶ ἠλέματος, ἠλεμάτως.
ἀλέματος: ἀλεμάτως, Δωρ. αντί ἠλέματος.