ἀμβλυήκοος

Greek (Liddell-Scott)

ἀμβλυήκοος: -ον, ὁ ἔχων ἀμβλεῖαν ἀκοήν, Μ. Ἀκομ. τόμ. Β΄, σ. 287, 14, ἔκδ. Λ.