ἀμοργίτας

English (LSJ)

(i.e. ἀμορϝ-, cf ἀμορβίτης) · πλακοῦντας, Hsch. ἄμοργμα· σύλλεγμα, ἄρτυμα, Id.

Spanish (DGE)

v. ἀμορίτης.