ἀμφίσφαλσις

English (LSJ)

-εως, ἡ, circular movement, circumduction, Hp.Art.71.

Spanish (DGE)

-ιος, ἡ
acción de girar una articulación hasta encajarla Hp.Art.71.

German (Pape)

[Seite 144] ἡ, das Umschlagen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίσφαλσις: -εως, ἡ, περιστροφή, Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 833.

Greek Monolingual

ἀμφίσφαλσις (-εως), η (Α) ἀμφισβάλλω
περιστροφή.