ἀμφαγείρω

Spanish (DGE)

(ἀμφᾰγείρω)
• Morfología: [sólo aor.]
reunirse alrededor de θεαὶ δέ μιν ἀμφαγέροντο Il.18.37, ἕταροι δέ μιν ἀμφαγέροντο A.R.4.1527.