ἀνάσαρξ

English (LSJ)

κος, Adj., in sense of ἀνὰ σάρκα, τοὺς ἀνάσαρκας ὕδρωπας Gal. 14.275.

Spanish (DGE)

-κος, ὁ
medic. anasarca, edema acompañado de hidropesía τοὺς ἀνασάρκας καὶ λευκοφλεγματίας λεγομένους ὕδρωπας Gal.14.275.