ἀναδάσασθαι

English (LSJ)

aor. inf. of ἀναδατέομαι.

Spanish (DGE)

v. ἀναδατέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀναδάσασθαι: Thuc. inf. aor. med. к ἀναδαίω I.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναδάσασθαι: ἀπαρ., ἀόρ. β΄ τοῦ ἀναδατέομαι.

Greek Monotonic

ἀναδάσασθαι: απαρ. αορ. αʹ του ἀναδατέομαι.

Lexicon Thucydideum

viritim dividere, to divide man by man, 5.4.2.