ἀναδραμοῦμαι

From LSJ

εἶταγνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source

French (Bailly abrégé)

f. de ἀνατρέχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναδραμοῦμαι: Anth. fut. к άνατρέχω.