ἀνακέαται

English (LSJ)

Ion. for ἀνάκεινται.

Spanish (DGE)

v. ἀνάκειμαι.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. prés. ion. de ἀνάκειμαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀνακέαται: ион. 3 л. pl. praes. к ἀνάκειμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακέαται: Ἰων. ἀντὶ ἀνάκεινται.

Greek Monotonic

ἀνακέᾰται: Ιων. αντί ἀνάκεινται, γʹ πληθ. του επόμ.