ἀνακραγγαίνω

English (LSJ)

ἀνακράζω, Hsch.:—also ἀνακραγγάνω, Phot.p.114R.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνακραγγαίνω: (ἀνα)κράζω Ἡσύχ.