ἀναπαίτητος

English (LSJ)

ἀναπαίτητον, not reclaimable, χρήματα Ἀρχ.Δελτ. 6.100 (Methymna, ii B. C.).

Spanish (DGE)

-ον
que no puede ser reclamado χρήματα IG 12.Suppl.(2).116.17 (Metimna II a.C.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπαίτητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις ν’ ἀπαιτήσῃ, Ἀνδρ. Παλαιολόγ. Χρυσόβουλ. ἐν Μεσ. Βιβλ. Σάθα, τόμ. Α΄, σ. 221.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀναπαίτητος, -ον) ἀπαιτῶ
αυτός που δεν τον απαίτησε ή δεν τον απαιτεί κανείς, αζήτητος, αγύρευτος.