ἀναρτίζω

Spanish (DGE)

1 levantar, elevar pas. ἀνηρτίσθησαν αἱ ὄψεις πρὸς τὸν οὐρανόν Procl.CP Hom.M.65.836D.
2 torturar ἀγγέλους Ps.Callisth.1.35B.
3 renovar Hsch.s.u. ἀνήρτισαν.