ἀναστοιχειωτικός
English (LSJ)
ἀναστοιχειωτική, ἀναστοιχειωτικόν, dissolvent, Steph.in Hp.1.132D.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
desintegrador, disolvente ἡ θερμότης Steph.in Hp.1.132.
ἀναστοιχειωτική, ἀναστοιχειωτικόν, dissolvent, Steph.in Hp.1.132D.
-ή, -όν
desintegrador, disolvente ἡ θερμότης Steph.in Hp.1.132.