ἀναστολίζομαι
Greek (Liddell-Scott)
ἀναστολίζομαι: ἐκ νέου στολίζομαι, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 5. σ. 399.
Spanish (DGE)
revestirse de τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον Chrys.M.59.744.
ἀναστολίζομαι: ἐκ νέου στολίζομαι, Ἰω. Χρυσ. τόμ. 5. σ. 399.
revestirse de τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον Chrys.M.59.744.