ἀνείλησις
English (LSJ)
-εως, ἡ, = ἀνείλημα (rolling up, flatulent colic, scroll), Hp.Epid.3.8.
2 penning up, confinement, πνεύματος Epicur.Ep.2p.44U.
3 twisting of the body, in gymnastic exercises, Aret.CD1.2, 2.13.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 acción de encerrar πνεύματος Epicur.Ep.[3] 100.
2 cólico Hp.Epid.3.8
•flexión, contorsión del cuerpo Aret.CD 1.2.13, 2.13.10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνείλησις: -εως, ἡ, = τῷ προηγ., καὶ ἐν πυρετοῖς μετὰ πόνων στρόφοι καὶ ἀνειλήσιες κακοήθεες Ἱππ. Ἐπιδ. 3. 1086Α. 2) συστροφὴ τοῦ σώματος ἐν γυμναστικαῖς ἀσκήσεσιν, Ἀρετ. Χρον. Νούσ. Θερ. 1. 2., 2. 13.
Greek Monolingual
German (Pape)
ἡ, Blähungen und dadurch bewirktes Leibschneiden, Hippocr.