ἀνθορίζω
English (LSJ)
make a counter-definition, in Med., Sch.D.21.28,PLond. 2.355.4 (i A.D.); define terms by their mutual relations, Elias in Cat. 138.9.
Spanish (DGE)
1 ret. definir con nombre distinto del dado por la otra parte ἀνθορισαμένου ἰδιωτικῶς τοῦ ῥήτορος Sch.D.21.523.
2 definir términos por sus relaciones mutuas Elias in Cat.138.9.
3 delimitar τὴν ὅλην περίστασιν τῶν τόπων PLond.355.4 (I d.C.).
German (Pape)
[Seite 233] dagegen bestimmen, einem andern eine Definition entgegensetzen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθορίζω: μέλλ. -ίσω, ὁρίζω κατὰ τρόπον ἀντίθετον, Σχόλ. εἰς Δημ. σ. 523, 17· «ἀνθορισθήσεται, ἀντιτεθήσεται» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἀνθορίζω (Μ)
ορίζω κάτι με αντίθετο τρόπο, δίνω τον αντίθετο ορισμό σε κάτι.