rechazar τὰ σώματα ... εἰ δὲ ἀνταναβάλλεται ὡς ἐπὶ τὰ τοῦ ὅλου διαστήματος ἄκρα S.E.M.10.130.
ἀνταναβάλλω: отбрасывать назад, pass. отскакивать (ἐπὶ τὰ ἄκρα Sext.).