ἀντικαθίζω

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. ἀντικατίζομαι Hdt.4.3, 5.1
I en v. med. de ejércitos tomar posiciones frente a frente abs. Hdt.5.1
c. dat. τοῖσι Σκύθῃσι Hdt.4.3.
II act.
1 poner sitio, sitiar ἀντικαθίσας χώμασίν τε καὶ τάφροις ... αὐτὴν ... περιέλαβεν OGI 90.23-24 (Piedra de Roseta II a.C.).
2 instalar a su vez c. ac. τὰ ἔθνη, ἃ ἀπῷκισας καὶ ἀντεκάθισας ἐν πόλεσιν Σαμαρείας LXX 4Re.17.26.