ἀπαέξομαι
English (LSJ)
poet. for ἀπαυξάνομαι, grow out of, Semon.7.85; plpf. ἀπηέξηντο Q.S.14.198 (dub.).
Spanish (DGE)
German (Pape)
[Seite 274] abwachsen, ἀπηέξηντο, die Zweige wuchsen vom Baume ab, Qu. Sm. 14, 198.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαέξομαι: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀπαυξάνομαι, θάλλει δ’ ὑπ’ αὐτῆς κἀπαέξεται βίος Σιμωνίδ. Ἀμοργ. 7. 85· ὑπερσυντ. ἀπηέξηντο, Κόϊντ. Σμ. 14. 198.