ἀπεσχισμένως

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεσχισμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ ἀποσχίζω, χωριστά, Βασιλ. τ. 2. σ. 359.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. pas. de ἀποσχίζω por separado ἀ. κατορθοῦσθαι Basil.M.31.960C.