ἀπληροφόρητος
Greek (Liddell-Scott)
ἀπληροφόρητος: -ον, ἀβέβαιος, ἄδηλος, ἀσαφής, ἀμφίβολος, Ἰω. Κλίμ. σ. 130, 36. ― Ἐπίρρ. -τως Γρηγ. Ναζ. σ. 155, 25.
Spanish (DGE)
-ον
1 insatisfecho λύπη A.Xanthipp.5 (p.61.18).
2 falto de confianza, inseguro ἔμειναν ἀπληροφόρητοι Dor.Ab.Doct.M.88.1704A.