ἀποδεδειλιακότως

English (LSJ)

Adv., (ἀποδειλιάω) in a cowardly way, censured by Poll.5.123.

Spanish (DGE)

adv. sobre el part. perf. de ἀποδειλιάω cobardemente Poll.5.123.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδεδειλιᾱκότως: ἐπίρρ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ ἀποδειλιάω, δειλῶς, καταδεῶς, ψέγεται ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Ε΄, 123 ὡς δύσφθεγκτον.

German (Pape)

furchtsamerweise, Poll.